Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

με ρυθμό

  • 1 такт

    такт I
    м муз. ὁ ρυθμός, ἡ ρυθμική κίνηση:
    отбивать \такт σημαίνω τόν ρυθμό-играть в \такт παίζω στον ρυθμό· шагать в \такт βηματίζω μέ ρυθμό.
    такт II
    м (чувство меры) ἡ λεπτότητα, τό τακτ:
    отсутствие \такта ἡ ἐλλειψη λεπτότητας· держать себя с \тактομ συμπεριφέρομαι μέ τακτ.

    Русско-новогреческий словарь > такт

  • 2 колея

    θ.
    1. ροδιά, αμαξοτροχιά• αμαζό-λακκος.
    2. σιδηροτροχιά.
    3. μτφ. ρους, πορεία•

    жизнь вошли в обычную -ю η ζωή μπήκε στον κανονικό της ρυθμό•

    выбить из -и βγάζω από τον κανονικό ρυθμό, πορεία (για ζωή, υπόθεση)•

    выбиться (выйти) из -и εκικλίνω, βγαίνω από τον κανονικό ρυθμό, πορεία.

    Большой русско-греческий словарь > колея

  • 3 такт

    I такт I м (деликатность) η λεπτότητα, το τακτ II такт II м (ритм) о ρυθμός, о χρόνος; в \такт με ρυθμό
    * * *
    I м
    ( деликатность) η λεπτότητα, το τακτ
    II м
    ( ритм) ο ρυθμός, ο χρόνος

    Русско-греческий словарь > такт

  • 4 выбивать

    выбивать
    несов
    1. (вышибать) σπάζω, θραύω, συντρίβω:
    \выбивать из рук ρίχνω ἀπό τά χέρια· \выбивать неприятеля из города ἐκτοπίζω (или διώχνω) τόν ἐχθρό ἀπό τήν πόλη·
    2. (пыль) ξεσκονίζω, τινάζω:
    \выбивать ковер τινάζω τό χαλί·
    3. (медаль, монету) κόβω, χαράζω· ◊ \выбивать дурь из головы разг βάζω μυαλό σέ κάποιον \выбивать из колей φέρνω ἀναστάτωση, βγάζω ἀπ' τόν κανονικό ρυθμό.

    Русско-новогреческий словарь > выбивать

  • 5 прихлопывать

    прихлопывать
    несов
    1. (закрывать) κλεί(ν)ω μέ βρόντο, κτυπώ νά κλείσει·
    2. (прищемлять) μαγγώνω·
    3. (в такт) κτυπώ στό ρυθμό:
    \прихлопывать в ладоши χτυπώ παλαμάκια.

    Русско-новогреческий словарь > прихлопывать

  • 6 русло

    русло
    с
    1. ἡ κοίτη:
    \русло реки ἡ κοίτη τοῦ ποταμοῦ·
    2. перен,ἡ κατεύθυνση [-ις], ἡ πορεία:
    жизнь вошла в свое \русло ἡ ζωή ἐπανήλθε στον κανονικό της ρυθμό.

    Русско-новогреческий словарь > русло

  • 7 зачастить

    -ащу, -астишь
    ρ.σ.
    1. γίνομαι πιο συχνός ή πιο πυκνός•

    довдь -ил η βροχή δυνάμωσε.

    2. (μουσ.) παίζω με γρηγορότερο ρυθμό. || μτφ. μιλώ γρήγορα.
    3. αρχίζω να συχνάζω.

    Большой русско-греческий словарь > зачастить

  • 8 модерато

    1. επίρ. (μουσ.) μέτρια.
    2. ουδ. άκλ. έργο μουσικό σε μέτριο ρυθμό.

    Большой русско-греческий словарь > модерато

  • 9 нажать

    -жму, -жмёшь
    ρ.σ.
    1. πιέζω, πατώ, ζουπώ•

    нажать кнопку πατώ το κουμπί.

    2. θλίβω, πατώ• στίβω.
    3. (στρατ.) περισφίγγω• πιέζω.
    4. μτφ. εξασκώ πίεση.
    5. μτφ. επιλαμβάνομαι δραστήρια, στρώνομαι για τα γερά. нажать на работу στρώνομαι στη δουλειά•

    нажать на учбу στρώνομαι στη μελέτη.

    || επιταχύνω το ρυθμό, σφίγγομαι, βάνομαι.
    εκφρ.
    нажать на все кнопки (пружины, педали) – ενεργώ παντοιοτρόπως, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα, κινώ γη και ουρανό.
    -жну, -жнёшь
    ρ.σ.μ.
    θερίζω.

    Большой русско-греческий словарь > нажать

  • 10 неспорый

    επ. (απλ.) ακανόνιστος, ατακτοποίητος, αρεγουλάριστός, αρύθμιστος•

    -ая работа εργασία χωρίς ρυθμό.

    || νωθρός, οκνός, νωχελής, οκνηρός. || άσχημος, κακός, ανεπιτυχής, με κακή έκβαση•

    скоро да -о (επίρ.) ρμ. η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει.

    Большой русско-греческий словарь > неспорый

  • 11 норма

    θ.
    καθιερωμένο όριο. || κανόνας, αρχή•

    -ы поведения κανόνες συμπεριφοράς•

    выйти из норм παραβιάζω τους κανόνες.

    || το κανονικό, ο μέσος όρος•

    норма выпадения осадков το μέσον ύψος της βροχής.

    || το (καθ)ορισμένο ποσό•

    норма прибыли καθορισμένο ποσό κέρδους.

    εκφρ.
    войти (прийти) в -у – μπαίνω στονκανονικό ρυθμό (ή κατάσταση).

    Большой русско-греческий словарь > норма

  • 12 перебой

    α.
    (για ρυθμό)• διακοπή,διάλειψη•

    перебой сердца διαλείψεις της καρδιάς•

    -пульса διαλείψεις του σφυγμού•

    работа с -ями εργασία με διακοπές (με σταματήματα).

    Большой русско-греческий словарь > перебой

  • 13 престо

    επίρ. (μουσ.) πολύ γρήγορα. || πρέ-στο, μουσικό έργο σε πολύ γρήγορο ρυθμό.

    Большой русско-греческий словарь > престо

  • 14 сдать

    ρ.σ.μ.
    1. παραδίνω•

    сдать вещи на хранение παραδίνω τα πράγματα για διαφύλαξη•

    сдать станок в отличном состоянии παραδίνω την εργατομηχανή σε άριστη κατάσταση•

    сдать дежурство παραδίνω την υπηρεσία. сдать позицию παραδίνωτη θέση•

    сдать оружие παραδίνω το όπλο•

    сдать город παραδίνω την πόλη.

    || δίνω•

    сдать кровь на анализ δίνω αίμα για εξέταση•

    сдать экзамены δίνω εξετάσεις•

    сдать землю в аренту νοικιάζω τη γη.

    2. επιστρέφω, γυρίζω•

    сдать книги в библиотеку δίνω πίσω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    сдать сдачу δίνω τα ρέστα.

    3. μοιράζω, διανέμω (παιγνιόχαρτα).
    4. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω (ένταση, ρυθμό κ.τ.τ.)•.
    5. αδυνατίζω, ενδίδω, εξασθενίζω• γεράζω. || (για μηχανές) χαλώ, παθαίνω βλάβη.
    1. παραδίνομαι•

    крепость -лась το φρούριο (οχυρό) παραδόθηκε•

    армия -лась ο στρατός παραδόθηκε•

    сдать в плен παραδίνομαι αιχμάλωτος.

    2. ενδίδω, υποχωρώ (σε παρακλήσεις κ.τ.τ.),

    Большой русско-греческий словарь > сдать

  • 15 такт

    α.
    (μουσ.) ρυθμός, χρόνος•

    играть в такт παίζω με χρόνο.

    || το μέτρο (οι κάθετες γραμμές).
    εκφρ.
    в такт – ρυθμικά: выбивать такт χτυπώ ρυθμικά (τα πόδια)•
    отбивать - – δείχνω το ρυθμό με χτύπους ή κίνηση των χε-ρ ιών.
    α.
    το τακτ, ο καλός (λεπτός)τρόπος συμπεριφοράς•

    педагогический такт το παιδαγωγικό τακτ.

    Большой русско-греческий словарь > такт

  • 16 тактовый

    επ. (μουσ.) με μέτρο, με ρυθμό, ένρυθμος.

    Большой русско-греческий словарь > тактовый

См. также в других словарях:

  • λαλο-βαρυ-παρα-μελο-ρυθμο-βάτης — λαλο βαρυ παρα μελο ρυθμο βάτης, δωρ. ας, ὁ (Α) (κωμ. λ.) αυτός που μιλά φλύαρα και παράφωνα, χωρίς ρυθμό και μέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Επ ευκαιρία σύνθετο» τής κωμικής γλώσσας πλασμένο από την παράταξη τών λ. λάλος + βαρύς + παρά + μέλος + ρυθμός + βάτης …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»